- λιανίζω
- λιάνισα, λιανίστηκα, λιανισμένος, κομματιάζω: Λιάνισε το κρεμμύδι και το έριξε στην κατσαρόλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιανίζω — λιανίζω, λιάνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιανίζω — βλ. λειανίζω … Dictionary of Greek
κατατεμαχίζω — κατατεμάχισα, κατατεμαχίστηκα, κατατεμαχισμένος, κόβω σε πολλά και μικρά τεμάχια, λιανίζω: Το κατατεμάχισε το κρέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)